ανέμβατος — ἀνέμβατος, ον (AM) απλησίαστος, ακατανόητος (αποδίδεται στη φύση του Θεού) αρχ. 1. απάτητος, αυτός στον οποίο δεν έχει πατήσει άνθρωπος 2. εκείνος στον οποίο δεν επιτρέπεται να πατήσει κανείς, άβατος 3. όποιος δεν πηγαίνει σε κάποιο χώρο … Dictionary of Greek
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek
συγκαταπατήσει — συγκαταπᾱτήσει , σύν , κατά , ἀπό ἀτάομαι suffer futperf ind pass 2nd sg (attic doric ionic aeolic) σύν , κατά ἀπατάω cheat aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) σύν , κατά ἀπατάω cheat fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) σύν , κατά… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήσει — ἀπάτησις beguiling fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπατήσεϊ , ἀπάτησις beguiling fem dat sg (epic) ἀπάτησις beguiling fem dat sg (attic ionic) ἀπατάω cheat aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἀπατάω cheat fut ind mid 2nd sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπατήσει — ἐξαπάτησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξαπατήσεϊ , ἐξαπάτησις fem dat sg (epic) ἐξαπάτησις fem dat sg (attic ionic) ἐξαπατάω deceive aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἐξαπατάω deceive fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐξαπατάω deceive… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
απάτητος — η, ο (AM ἀπάτητος, ον) [πατώ] 1. αυτός που δεν τον έχουν πατήσει με το πέλμα 2. απροσπέλαστος, άβατος νεοελλ. 1. (για υποδήματα) καινούργιος, αχρησιμοποίητος 2. αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, καταληφθεί από ξένο ή εχθρό αρχ. ασυνήθιστος, σπάνιος … Dictionary of Greek
απρόσβατος — ἀπρόσβατος, ον (Α) 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πατήσει, άβατος, απρόσιτος 2. απλησίαστος, ακαταμάχητος … Dictionary of Greek
βέβηλος — η, ο (AM βέβηλος, ον) 1. ασεβής, άπιστος 2. μιαρός, ανίερος 3. ανέντιμος, ανήθικος αρχ. μσν. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, αμύητος σε μυστηριακή λατρεία μσν. (για φαγητό) ακάθαρτος, απαγορευμένος, εφ όσον προέρχεται από ειδωλολατρική θυσία αρχ. 1 … Dictionary of Greek